- χήνα
- Κοινή ονομασία διαφόρων στεγανοπόδων της οικογένειας των ανατιδών ή νησσιδών, που ανήκουν κυρίως στα γένη χην (anser) και βράντα (branta). Ειδικά, με την ονομασία αυτό χαρακτηρίζεται γενικά η κατοικίδια χ., οι διάφορες φυλές της οποίας προέρχονται κατά μεγάλο μέρος από την άγρια ή γνήσια χήνα (anser anser).
Υπάρχουν πολλών ειδών χ., με σπουδαιότερη για τον άνθρωχημειοθεραπείαπο τη χ. της Τουλούζης, από την οποία προέρχεται το λεγόμενο φουά γκρα (συκώτι). Η χ. η αγγλική είναι λεπτή και θυμίζει κύκνο. Η χ. του Δούναβη εκτρέφεται για το ωραίο της φτέρωμα. Τέλος, η χ. της Γουινέας, που εγκλιματίστηκε στην Ευρώπη, έχει νοστιμότατη σάρκα.
Η αγριόχηνα, μολονότι είναι λεπτότερη από την κατοικίδια, μπορεί να φτάσει σε βάρος περίπου τα 10 κιλά και μήκος το ένα μέτρο. Συχνάζει γενικά στις υγρές πεδιάδες και στις ελώδεις ζώνες της βορειοδυτικής Ασίας. Από τις βορειότερες ζώνες η χ. αυτή πηγαίνει, στις αρχές του φθινοπώρου, σε περιοχές γύρω από τη Μεσόγειο και στη νότια λωρίδα της Ασίας για να διαχειμάσει. Αντίθετα από όσο μπορούμε να υποθέσουμε η αγριόχηνα είναι πολύ ανθεκτική στο πέταγμα: κατά τη διάρκεια των μεταναστεύσεων, που εκτελούνται κατά πολυάριθμα σμήνη πετάει από την αυγή έως τη δύση του ήλιου και σταματά μόνο για να φάει και να ξεκουραστεί: Εξαιτίας της εύγευστης σάρκας της αντιμετωπίζει εντατικό κυνήγι.
Οι χήνες μετακινούνται ως επί το πλείστον σε σμήνη ή σε κοπάδια (φωτ. ΑΠΕ).
Χήνα με τα χηνόπουλά της στο νέρο (φωτ. ΑΠΕ).
Εκτροφή κατοικίδιων χηνών.
Καναδική χήνα.
* * *η / χήν, -ηνός, ΝΜΑ, και τ. αρσ. χήν, -ηνός, ὁ, ΜΑ, και δωρ. τ. χάν, -ανός, ἁ, Α(ζωολ.-ζωοτ.) εξημερωμένο πτηνό που προέρχεται από το είδος αγριόχηνας Αnser anser, και το οποίο, σύμφωνα με την σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια ανατίδεςνεοελλ.1. μτφ. α) άνθρωπος ανόητος, υπερβολικά αφελήςβ) χιλιάρικο, χαρτονόμισμα χιλίων δραχμώνγ) χρυσή αγγλική λίρα2. φρ. α) «βάδισμα τής χήνας» — βηματισμός στρατιωτικής παρέλασης με τεντωμένο το σκέλος3. παροιμ. «βρήκε χήνα και τήν μαδά» — εκμεταλλεύεται κάποιον πολύ αφελήαρχ.φρ.1. «γάλα χηνός» — τού πουλιού το γάλα, έδεσμα δυσεύρετο και πανάκριβο (Εύβουλ.)2. «νὴ [ή μὰ] τὸν χῆνα» — κωμικός όρκος (Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ηλ. χήν ανάγεται στον ΙΕ τύπο *ghăns- που χρησιμοποιείται για το ζώο αυτό και συνδέεται με διάφορους τ. τών άλλων ΙΕ γλωσσών, πρβλ. αρχ. ινδ. hamsa-, λατ. anser, αρχ. άνω γερμ. gans (πρβλ. γερμ. Gans), αγγλοσαξ. gēs (πρβλ. αγγλ. geese). Ο τ. *ghăns- έδωσε στην Ελληνική αρχικά τ. *χανς, χανσός, από τη γεν. τού οποίου *χανσός προήλθε ο τ. γεν. χηνός, με απλοποίηση τού συμφωνικού συμπλέγματος και αντέκταση τού φωνήεντος, και στη συνέχεια, αναλογικά προς τις πλάγιες πτώσεις, σχηματίστηκε η ονομ. χήν (για ανάλογο σχηματισμό, πρβλ. μήν < ρίζα *mēns-, βλ. λ. μήνας). Τέλος, σχετικά με την προέλευση τής ΙΕ αυτής ρίζας έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις, όπως λ.χ. η σύνδεση της με την οικογένεια τού ρ. χαίνω /χάσκω*, η αναγωγή της σε κάποια ανατολική γλώσσα (πιθ. τουρκική ή κινεζική) ή η θεώρηση της ως προϊόντος ονοματοποιίας από τη μίμηση τής κραυγής τού ζώου].
Dictionary of Greek. 2013.